- ξεπαγιάζω
- 1. κρυώνω υπερβολικά, τρέμω από το κρύο2. κάνω κάποιον να παγώσει από το κρύο («μάς ξεπάγιασε με το ανοιχτό παράθυρο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπαγιάζω — ξεπαγιάζω, ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπαγιάζω — ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει πολύ: Μας ξεπάγιασε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., νιώθω υπερβολικό κρύο, κρυώνω πολύ, παγώνουν τα άκρα μου: Ξεπαγιάσαμε χωρίς θέρμανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπαγώνω — 1. παγώνω εντελώς, καταψύχω 2. γίνομαι πάγος, ξεπαγιάζω … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμαργώνω — 1. (ιδίως για ζώα) συνέρχομαι από τη χειμερία νάρκη 2. απαλλάσσομαι από τη νάρκωση που επιφέρει το ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαργώνω (Ι) «ξεπαγιάζω»] … Dictionary of Greek
ξεπάγιασμα — το [ξεπανιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο 2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο 3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα τα χείμετλα, οι χιονίστρες … Dictionary of Greek
σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… … Dictionary of Greek
ψυγομαραίνω — Ν 1. μαραίνω κάτι με τη χρησιμοποίηση χαμηλής θερμοκρασίας 2. παθ. ψυγομαραίνομαι ξεπαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ τού ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγείο) + μαραίνω] … Dictionary of Greek
ξεπάγιασμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω: Τι ξεπάγιασμα είναι τούτο; 2. στον πληθ., ξεπαγιάσματα το πάγωμα, αλλ. χιονίστρες: Έχω ξεπαγιάσματα στα πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)